Tuesday, August 19, 2008

Να μην ξεχάσω

Σε σχέση και με το προηγούμενο ποστίδιο, ιδού ο ύμνος της ημέρας:

Ο Τσέλιγγας

Ήθελα νάμουν τσέλιγγας, νάμουν κι ένας σκουτέρης
να πάω να ζήσω στο μαντρί, στην ερημιά, στα δάση,
νάχω κοπάδι πρόβατα, νάχω κοπάδι γίδια
κι έναν σωρό μαντρόσκυλα, νάχω και βοσκοτόπια,
το Καλοκαίρι στα βουνά , στους κάμπους τον Χειμώνα .

(Κ. Κρυστάλλης)


(Ευχαριστώ την Anna-Silia που (εν αγνοία της) μου έδωσε το κατάλληλο ποίημα την κατάλληλη στιγμή.)

Πέσε πάλι για ύπνο παιδάκι μου...

Νά'μπαινα λέει στο γραφείο του Κουμπάρου το μεσημεράκι, εκεί λίγο πριν το φαγητό.

Να τού'λεγα πώς θέλω να του πω κάτι σύντομο.

Να έλεγα πως βαρέθηκα πια τη ζωή αυτή στη Σκωτία.

Να εξηγούσα πως δεν το μπορώ πια το διδακτορικό.

Να έλεγα με ήρεμο τρόπο ότι δεν μ'ενδιαφέρει πως σχεδόν τελείωσα.

Να τον έβλεπα να κοκκινίζει.

Να του έλεγα πως φεύγω, πως δεν θα ετοιμάσω τίποτα για τον επόμενο φοιτητή, πως δεν θα τελειώσω κανένα πείραμα, πως δεν με νοιάζει καριέρα και συστατικές επιστολές.

Να του εξηγούσα ότι δεν αντέχω πια, ότι φτάνει, μπάφιασα.

Να έφευγα λέει από το Χωριό, απ'τη Σκωτία, από μένα.

Να έμπαινα σ'ένα τραίνο, να έκλεινα τα μάτια μου κι όταν ξυπνούσα να ήμουνα κάποιος άλλος.

Να έκανα, λέει, μια καινούργια αρχή.

Να ήμουνα χαρούμενος.

............

Ημερονειρέματα τα ονομάζουν αυτά οι ιθαγενείς, και κάτι ξέρουν. Και αυτό ακριβώς είναι, όνειρα χωρίς βάση και ουσία, χωρίς τις επιπλοκές του πραγματικού κόσμου, χωρίς τα "κι αν;" και τα "και μετά;" και όλες αυτές τις χίλιες απορίες που μας δένουν στη ζωή μας κάθε μέρα. Φαντασιώσεις, αφηρημάδες, όνειρα ήταν και πάνε.

Να ήμουν, λέει, λιγότερο πεζός...

Thursday, August 7, 2008

Καλημέρα λέμε

Ιδού λοιπόν μια μοναδική ευκαιρία να ρίξετε και εσείς (οι ταπεινοί θνητοί) μια ματιά στην καθημερινότητα ενός Γραικού που κάνει διδακτορικό στη Σκωτία.

Εννιάμισι το πρωί λοιπόν, και ότι έχω πλύνει την κούπα (μια παρένθεση ΝΑ - άνευ συμπαθείου - θα είναι αυτή. Το πλύσιμο της καφεδόκουπας, του τζαβομαστραπά αν προτιμάτε, είναι η καθημερινή εμπειρία που με ταπεινώνει και μου υπενθυμίζει τη θέση μου στον κόσμο. Σπουδάζω εδώ και 9 χρόνια, κάνω διδακτορικό, επιστήμονας και τσσς-γουάου, και το πρώτο πράγμα που κάνω όταν φτάνω στο γραφείο είναι να πάω στην τουαλέτα, να κατουρήσω και να πλύνω την καφεδόκουπα χωρίς σφουγγαράκι με κρεμοσάπουνο και να τη σκουπίσω με κωλόχαρτο. Είμαι ένα τίποτα.) και κάθομαι στο γραφείο και μυρίζω το φρέσκο καφέ, όταν με την άκρη του ματιού μου βλέπω τον επιβλέποντα λέκτορά μου να μπουκάρει με την ατζέντα στο χέρι.

(Κωδική ονομασία: Κουμπάρος)

Στιχομυθία:

(Κουμπάρος) "Θυμάσαι Γιωργάκη που ο Τάδε καθηγητής μας είπε να πάμε Γλασκώβη να δούμε τα λάμπια του και άλλα θαυματουργά; Λέω να πάμε την πρώτη του Σεπτέμβρη."

(Γιωργάκης) "Κουμπάρε κρίμα, θα είμαι Ελλάδα για διακοπές."

(Να πω εδώ ότι το γραφείο ήταν γεμάτο με κόσμο, ερευνητές τε και φοιτητές, οπότε παίζει και λίγο το θέμα της μούρης για τον Κουμπάρο)

(Κουμπάρος) "Α. Ε, καλά, θα πάω εγώ με την Κινέζα τότε"

(Γιωργάκης) "Στο καλό να πάτε."

Παύσις. Ο Κουμπάρος κοκκινίζει, αλάνθαστη ένδειξη ότι κάτι είπες που δεν του άρεσε, αλλά δεν μπορεί να σου πει τι ακριβώς σκέφτεσαι. Ο Γιωργάκης αλλοιθωρίζει στην προσπάθειά του να διαβάσει με το ένα μάτι γατί δεν θέλουν οι Μαλαισιανοί τη συναυλία της Αβρίλ Λαβίν και με το άλλο να δείξει στον Κουμπάρο ότι ενδιαφέρεται για αυτά που του λέει.

(Κουμπάρος) "Εσύ δηλαδή πότε μπορείς;"

(Γιωργάκης) "Τη Δευτέρα πριν το συνέδριο."

Βαριέμαι να εξηγώ για το συνέδριο τώρα, οπότε απλά δεχτείτε το ως κάτι που πρέπει να γίνει και θα πάρει πολύ καιρό και γενικώς μια κούρασις. Άλλη μια παύσις. Κι άλλο κοκκίνισμα. Γερμανοί επιστήμονες επιδεικνύουν ρομπότ που μαθαίνει να περπατά (αλλά το ξεχνάει).

(Κουμπάρος) Καλά, θα δω αν μπορώ τη Δευτέρα λοιπόν, θα πάρουμε το τραίνο το πρωί και μπλα μπλα μπλα..."

(Γιωργάκης) "ΟΚ."

Προσέξτε ότι το προηγούμενο προφέρεται ως "οκ" και ουχί ως "οκέι" (βλέπε Δρ Ιτέλλις, Πραγματεία επί της Ελληνικής Γλώσσας στη Σκωτία, Nature 2007 135-267).

Κουμπάρος φεύγει. Δαρμένος Ιταλός σχολιάζει ότι παραλίγο ο Γιωργάκης να χάσει τις διακοπές του. Γιωργάκης λέει "δεν σφάξανε". Σιγή στο γραφείο, και σλλλλλλλλουουουουορπ ο καφές.

Κάπου εκεί λοιπόν έρχεται η συνειδητοποίηση (αργά και βασανιστικά), ότι:

α) Ο Γιωργάκης μόλις την είπε στον επιβλέποντά του
β) Ο Γιωργάκης έχει μύτινγκ αργότερα και με τους δύο επιβλέποντες
γ) Ο Γιωργάκης ήθελε να ζητήσει άδεια να την κοπανήσει αύριο
δ) Τον ήπιαμε, περαστικά, στείλτε στεφάνι με αφιέρωση και δωρεά στο χαμόγελο του Σκωτσεζόπουλου παιδιού






















Ηθικόν δίδαγμα: Είμαι βλάκας τελικά. Αλήθεια.

Καλημέρα είπαμε;