Saturday, July 28, 2007

Βάρκα στη Τζαμάικα

Το post αυτό είναι διακοποψυχολογικοκοινωνιολογικό. Σήμερα λοιπόν θα ταξιδέψουμε μαζί στο πέλαγος της μπακαλοψυχολογίας, ή της (παγκοσμίως αναγνωρισμένης) εφαρμοσμένης μπακαλικής - ένας γενικότερος όρος που μπορεί να περιγράψει ο,τιδήποτε ψευδοεπιστημονικό, από τα μισοαποτυχημένα πειράματα με μπουκάλια κοκακόλας (είναι φίλη μας, ναι, φίλη μας είναι) και καραμελάκια μέντος μέχρι ερασιτεχνικές θεωρίες ονειροανάλυσης.








(www.cls.yale.edu/lexis/PD/content/ Έχει λοιπόν το γνωστό πανεπιστήμια Yale στο Αμέρικα ένα online λεξικό τηε μοντέρνας ελληνικής γλώσσας μετά εικονογραφήσεως, και αυτή είναι η εικόνα για το λήμμα "μπακάλης". Εγώ τουλάχιστον εντυπωσιάστηκα.)

Παρεπιπτόντως, στον ύπνο μου χτες το βράδυ έβλεπα ότι έμαθα το πώς να πετάω: από στάση, γέρνεις μπροστά και αφήνεσαι να πέσεις με τη μούρη, κρατώντας το σώμα σου ίσιο, και, αν έχεις αρκετή εμπιστοσύνη στο ότι δεν θα κοπανήσεις και θα πάνε χαμένα τα χρόνια με τα σιδεράκια στον ορθοδοντικό, αιωρείσαι μερικά εκατοστά πάνω από το έδαφος. Καλό ε; Η πλάκα είναι ότι γύρω μου υπήρχε αρκετός κόσμος που το έκανε αυτό. Μετά ξύπνησα μέσα σε άλλο όνειρο, στο οποίο προσπαθούσα να πετάξω στην πραγματικότητα, ενθυμούμενος την τεχνική από το προηγούμενο όνειρο, μόνο που ήμουν σίγουρος ότι θα φάω τα μούτρα μου, και συνεπώς δεν δούλεψε. Η μπακαλοψυχολογία μου λέει ότι νιώθω την ανάγκη να ελευθερωθώ από δεσμούς και καταστάσεις που η πραγματικότητα μου επιβάλει, αλλά συνάμα καταλαβαίνω ότι φοβάμαι να αφήσω την συμβατικότηττα και την ασφάλεια της καθημερινότητάς μου και να κυνηγήσω τα όνειρά μου, και συνεπώς παραμένω δέσμιος της ίδιας μου της ζωής και των μέχρι τώρα επιλογών μου.

Ελπίζω να πιάσατε το νόημα της μπακαλικής. Η εφαρμοσμένη μπακαλική δεν είναι απαραίτητα λάθος, ότε απαραίτητα σωστή. Είναι αποτέλεσμα εμπειρίας, προσωπικής άποψης και διαίσθησης, αλλά δεν είναι προϊόν τυπικής εκπαίδευσης.














(http://www.agrotravel.gr/)

Επ'αυτού, θα μιλήσουμε σήμερα για ένα από τα στοιχεία της προσωπικής μου μπακαλοψυχολογίας.

Η έννοια που θα συζητήσουμε είναι η παρακάτω:

Το φαινόμενο "Βάρκα στη Τζαμάικα".

Πιστεύω λοιπόν ότι κάθε άνθρωπος έχει μέσα του τη δική του εκδοχή μιας "Βάρκας στη Τζαμάικα" - ας τη λέμε ΒάΤζα από δω και πέρα για πιο σύντομα. Περί τίνος πρόκειται;

Κάποια χρόνια πριν, όντας φέρελπις φοιτητής στη μαγική χώρα του Ελληνικού Πανεπιστημίου, όπου φύονται τα μαγικά πτυχιόδεντρα (έπεται post σε κάποια στιγμή, να μου θυμήσετε κι εσείς όμως, άνθρωπος είμαι και ξεχνάω), είχα ένα όραμα για το πού θα ήθελα να με πάει η ζωή.

Σκέφτηκα ότι θα βρω μια δουλειά, θα δουλέψω εκεί για κάποια χρόνια, θα βγάλω κάποια λεφτά, και θα ζω τη ζωή μου όπως όλος ο κόσμος, μέιον τρελά έξοδα και μεγάλες σπατάλες(όχι, δεν χρειάζεται να πηγαίνω στην αγωνιζόμενη Μύκονο 25 φορές το χρόνο, θα στηρίζω την επανάσταση εκ του ασφαλούς και εξ αποστάσεως, όπως έκαναν όλοι οι μεγάλοι Έλληνες διανοούμενοι ανά τους αιώνες). Αλλά αυτό δεν θα είναι μόνιμη κατάσταση, ούτε αυτοσκοπός, παρά μόνο μέσο για την επίτευξη του μεγάλου ονείρου, όπως αυτό περιγράφεται ακολούθως:

Κάποια στιγμή, παραιτείσαι από τη δουλειά σου, πουλάς ό,τι έχεις και δεν έχεις, μεταφέρεις τα χρήματα σε τράπεζα του εξωτερικού και αγοράζεις ένα εισητήριο για Τζαμάικα.

Φτάνοντας εκεί, με τα λεφτά που έχεις σώσει μέσω της δουλειάς σου, αγοράζεις δύο πράγματα:

Μια καλύβα στην παραλία και μια βάρκα.





















Τον πρώτο καιρό ζεις από τα λεφτά που έχεις αποθηκεύσει και δεν κάνεις απολύτως τίποτα. Μόνο βόλτες με τη βάρκα και γνωριμίες με τους ντόπιους, με τουρίστες κλπ. Όταν τελειώσουν τα λεφτά, βάζεις μια ταμπέλα έξω απ'την καλύβα που λέει "Βόλτες για τουρίστες". Πηγαίνεις τους τουρίστες βόλτα με τη βάρκα μέχρι να μαζέψεις αρκετά λεφτά για να περάσεις τον επόμενο μήνα, και μετά ξηλώνεις την ταμπέλα και αρνείσαι να πάρεις άλλους τουρίστες. Αράζεις στην αιώρα σου, κάνεις βόλτες, παίζεις ντόμινο στο τοπικό καφενείο, και γενικώς δεν κάνεις τίποτα που δεν θέλεις. Μόλις τελειώσουν τα λεφτά, ξαναβάζεις την ταμπέλα.

















(http://www.taurai.co.zw/)

Απλό ε;

Μερικές απαραίτητες διευκρινίσεις.

Μπορεί να ρωτήσετε γιατί δεν το κάνεις αυτό νωρίτερα. Αντί να σπουδάσεις, να πιάσεις δουλειά κλπ, γιατί δεν δουλεύεις σερβιτόρος μέχρι να μαζέψεις τα λεφτά για το εισητήριο, μετά πας εκεί και δουλεύεις μπάρμαν μέχρι να βγάλεις τα λεφτά για τη βάρκα ή το σπίτι, ή πολύ απλά να δουλεύεις μια ζωή γκαρσόνι Τζαμάικα.

Η απάντηση βρίσκεται στο ότι πρέπει πρώτανα φας το (πα)λούκι της δουλειάς, των σπουδών, του μαγγανοπήγαδου και της καθημερινότητας για να εκτιμήσεις την αξία και την ομορφιά της ΒαΤζα. Αλλιώς θα πας εκεί και θα βαρεθείς, και τζάμπα έχασες τα Goody's και το Αλλού Fun Park και το Πεγκουλίνι (ένα είναι το Πεγκουλίνι). Είναι η διαφορά μεταξύ της "προ" και της "μέτα" φάσης, που θα έλεγε και ο sfranky (γειά σου sfranky, όλα καλά; Θα σε πετύχω να σου μιλήσω σε κάποια φάση).

Σημαντικό επίσης είναι να καταλάβουμε ότι δεν πάμε Τζαμάικα να δουλέψουμε, επειδή πάντα θέλαμε να γίνουμε τουριστοδηγοί και να χτυπάμε Αμερικανιδογαλλίδες. Πάμε για να αράξουμε, για να μην χρειάζεται να κάνουμε τίποτα εκτός από ότι χρειάζεται για να αγοράζουμε ψάρια και μπανάνες. Σκοπός είναι να είμαστε αραχτοί και λάιτ, χωρίς να ανησυχούμε για τίποτα, χωρίς να ασχολούμαστε με νοίκια, λογαριασμούς, δάνεια, πιστωτικές, διαφημίσεις στα ιστολόγια, ασφάλεια και σέρβις αυτοκινήτου κλπ. Το να βγάζουμε βόλτα τους τουρίστες με τη βάρκα είναι εύκολο, ευχάριστο, ευέλικτο και άκοπο, και συνεπώς προτείνεται ως επιλογή.

Επιπλέον, δεν χρειάζεται να κάνεις περιουσία για να θέσεις τη Βάτζα σε λειτουργία. Δεν χρειάζεται να κληρονομίσεις πλούσιο Αμρικάνο συγγενή, δεν χρειάζεται να κερδίσεις το λαχείο, δεν χρειάζεται να δουλέψεις 150 χρόνια ως μάνατζερ σε πολυεθνική. Μερικά χρόνια (να πούμε δέκα;) νορμάλ δουλειάς χρειάζονται, κρατώντας στο νου σου τον σκοπό.

Η μπακαλοψυχολογία παίρνει αυτό το παράδειγμα και το μετατρέπει σε θεώρημα:

Κάθε άνθρωπος μέσα του έχει τη δική του εκδοχή της ΒάΤζα.

Άλλος ονειρεύεται να να κάθεται σ'ένα σπίτι στην Κρήτη με την καραμπίνα δίπλα του και να τινάζει τις ελιές μια φορά το χρόνο. Άλλος να ανοίξει internet cafe στην Αστυπάλαια (εντάξει, κι αυτό δικό μου είναι). Άλλος να πάει στη Νότιο Αφρική και να φωτογραφίζει σαφάρι όποτε βαριέται να κάθεται. Και ούτω καθεξής.

Το πρόβλημα είναι το ίδιο με το όνειρό μου. Είναι δύσκολο να αφήσεις τη συμβατική ζωή σου πίσω. Έχουμε όλοι μεγαλώσει με το όνειρο να βρούμε μια καλή δουλειά, να πάρουμε σπίτι, αυτοκίνητο, εξοχικό, φουσκωτό, διακοπές στη (μη-αγωνιζόμενη) Παροναξιά, να πετύχουμε στη ζωή μας τελοσπάντων. Φοβόμαστε το διαφορετικό, το άγνωστο, την αποτυχία πάνω απ'όλα. Κι έτσι η Βάτζα παραμένει όνειρο άπιαστο και μακρινό, μια οφθαλμαπάτη που φαίνεται ελκυστική αλλά που ξέρουμε ότι δεν είναι αληθινή, μια μακρινή Σειρήνα που προσπαθεί να μας ξεστρατίσει και να μας ξελογιάσει. Κι έτσι ποτέ δεν μαθαίνουμε να πετάμε, ποτέ δεν είμαστε ελεύθεροι από το φόβο του να φάμε τα μούτρα μας, μένουμε δεσμώτες της βαρύτητας της καθημερινής ζωής, κυνηγώντας τα όνειρα κάποιων άλλων και όχι τα δικά μας.

Αλλά κρατάμε πάντα μια εικόνα στο μυαλό μας, στο wallpaper μας, στη φωτό κολλημένη με blue tack στο γραφείο μας. Και πάντα αναστενάζουμε όταν βλέπουμε τη βάρκα στη Τζαμάικα, αυτή που ποτέ δεν θα γίνει δική μας...

Wednesday, July 18, 2007

Γουάου

Ε, καλά, μην φανταστείτε ότι μνημονεύω κάνα συγκλονιστικό γεγονός, απλά το παρόν ιστολόγιο καβάλησε τις 100 βίζιτες. Εκατό και μία, για την ακρίβεια.
Η πλάκα είναι ότι, κοιτώντας να δω ποιός είναι ο εκατοστός επισκέπτης (όπως αν παραλάβει αναμνηστικόν και ενθύμιον), είδα ότι η διάρκεια της επισκέψεώς του/της ήταν... μηδέν (0) δευτερόλεπτα. Είπαμε, να ρίχνουμε μια ματιά, αλλά όχι κι έτσι πια.

Εκτός και δεν εγούσταρε τα του γκολφ.

Συγγνώμη κιόλας.

Επιφυλάσσομαι να επανορθώσω σε επόμενο post, ομιλώντας για... καλά, θα δω.

Προς το παρόν, καληνύχτα σας.

Saturday, July 14, 2007

Γκολφ!

Είπα σε προηγούμενο σχόλιό μου ότι θα σας πω για το ιερό άθλημα του γκολφ. Η στιγμή λοιπόν έφτασε, ώρα για διάβασμα. Πάρτε καφέ, φέρτε τσιγάρα, κάνα μεζεδάκι κι ένα κομμάτι σοκολάτα (για τη λιγούρα), και πάμε να δούμε τι παίζει.












Κάποιες εγκυκλοπαιδικές πηγές πρώτα, για να μη λέτε ότι τα βγάζω όλα από το μυαλό μου. Η ελληνική έκδοση της Wikipedia, η Βικιπαίδεια (για κάποιο λόγο αναγουλιάζω όποτε διαβάζω αυτή τη λέξη, προσοχή στα μεζεδάκια) έχει ένα καταπληκτικό άρθρο πάνω στο γκολφ, το οποίο εκτείνεται στην εκπληκτική έκταση των... δύο (2) γραμμών. Οι κουτόφραγκοι, που όλα τα αντέγραψαν από τους Έλληνες και αν δεν είχαν διαβάσει Ηρόδοτο θα ήταν ακόμα στα δέντρα (ζήτω οι Σπαρτιάτες, - ΑΟΥ! - το κρυφό σχολιό, και τα... 1800 χρόνια εκεί ανάμεσα για τα οποία δεν διδασκόμαστε τίποτα στην ιστορία, πολύ απλά γιατί ως έθνος ξανανεβήκαμε στα δέντρα, έχοντας κάνει το καθήκον μας στο να διαφωτίσουμε τους κουτόφραγκους), έχουν ένα λίγο πιο αναλυτικό άρθρο στη δική τους έκδοση, το οποίο μέχρι κι εγώ που κωλοβαράω ασύστολα βαρέθηκα να το διαβάσω μέχρι τέλους, αλλά είναι τουλάχιστον πλήρες.

Θα σας κάνω όμως και μια σύνοψη, επειδή ψυλλιάζομαι ότι κανείς δεν θα διαβάσει τις εγκυρότατες πηγές που παρέθεσα. Το γιατί παιδέυομαι και σπαταλάω και πληκτρολογιές είναι άλλου παπά ευαγγέλιο (πρόσχωμεν), εγώ το έχω βάλει τώρα σκοπό να σας λούσω με τις γνώσεις μου.




















Οι Σκωτσέζοι λοιπόν λένε ότι αυτοί ανακάλυψαν το γκολφ. Ο ισχυρισμός αυτός είναι το ίδιο ισχυρός με αυτόν που λέει ότι ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική, όπου Βίκινγκς, Ιρλανδοί, και (αν θέλουμε να πιστέψουμε τις παπάτζες ορισμένων Ελληνάρων, που λένε ότι ο Οδυσσέας είχε φτάσει μέχρι και στη Χαβάη, εξ'ού και οι Χαβανέζοι έχουν ελληνικές λέξεις μέχρι και σήμερα - σας είπα, περί παπάτζων πρόκειται) οι Έλληνες είχαν πάει πολύ καιρό πριν και, ακόμα πιο σημαντικά, υπήρχαν ήδη δεκάδες εκατομμύρια κόσμου που κοιτάζαν τη δουλειά τους μέχρι να μπουκάρουν οι Ευρωπαίοι και να τους εκπολιτίσουν μέχρι να μη μείνει σχεδόν κανείς (τους εκπολίτισαν τον αδόξαστο). Πολύ απλά, φαίνεται ότι σε πολλά μέρη του κόσμου κάποιοι είχαν την ιδέα να χτυπήσουν μια πέτρα μ'ένα ξύλο και να τη βάλουν σε μια τρύπα (εκτός από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι ανακάλυψαν την ευχαρίστηση του να αλείφονται με λάδι και να πλακώνονται αναμεταξύ τους τσίτσιδοι, αλλά περί ορέξεως...), με πρώτους κατάπως δείχνει η Ιστορία τους συνήθεις υπόπτους για κάθε πρωτοπορία, τους Κινέζους (δείτε, για παράδειγμα, εδώ και εδώ).










(Ποιοί Σκωτσέζοι ρε Λι;)


Ακολούθησαν Ολλανδοί, Δανοί, και όταν πέσαν στην παγίδα και πήγαν για ξυδο-διακοπές στα Χάιλαντς (δες post για τη ζωή στη Σκωτία) εκεί κατά το 1100, το πήραν και οι Σκωτσέζοι. Οι οποίοι ισχυρίζονται ότι ξεκίνησε στη Σκωτία, όταν οι βοσκοί στο St Andrews χτυπάγανε με τις γκλίτσες τους βότσαλα σε λαγουδότρυπες για να περνάει η ώρα (η τέχνη του να φτιάχνουν φλογέρες δεν είχε φτάσει ακόμα στη Σκωτία). Το διάτρητο της ιστορίας αυτής είναι εξοφθαλμοφανές (τσσς!) σε όσους έχουν έρθει στο St Andrews, μιας και οι παραλίες είναι αμμουδερές, χωρίς ίχνος από βότσαλα, και κανείς δεν έχει ανακαλύψει ακόμα μεσαιωνικές λαγουδότρυπες τίγκα στα βότσαλα.














(Βότσαλα; Ποιόν δουλεύετε ρε;)


Εν πάσει περιπτώσει, οι Σκωτσέζοι εξελίξανε το γκολφ στη σημερινή του μορφή, κάτσανε και γράψανε κανόνες, φτιάξανε κλαμπ και όλα τα συναφή, και γενικά όλοι νιώθαν πολύ καλά για τον εαυτό τους. Για την ακρίβεια, τόσο καλά, που το ρίξανε στο γκολφ και παρατήσανε όλα τ'άλλα, τα απαραίτητα της διαβίωσης (είναι λίγο γκασμάδες), με αποτέλεσμα το 1452 ο τότε βασιλιάς, ο Τζέιμς ο δέυτερος (και όχι ο Μποντ) να το απαγορεύσει, γιατί κανείς δεν εξασκούταν στην τοξοβολιά, και τυχόν έκανε κάνας άλλος ντου στη Σκωτία θα μένανε με το μπαστούνι και τα μπαλάκια στο χέρι.

Από τα παραπάνω θα πήρατε πρέφα ότι σκοπός του γκολφ είναι να χτυπήσεις ένα μπαλάκι με ένα μπαστούνι και να το βάλεις σε μια τρύπα (απλό, έ;). Κερδίζει όποιος το πετύχει σε λιγότερα χτυπήματα, και μετά πάνε όλοι στο κλαμπ (όχι στο χτυπητάδικο που πάει η πλέμπα και γίνεται λιάρδα, αλλά στο κυριλέ κτίριο που μαζεύονται οι γκόλφερς και γίνονται λιάρδα) και, όπως λέει και η παρένθεση, γίνονται λιάρδα με έξοδα του χαμένου. Μπορεί και όχι ρε παιδί μου, αλλά μ'αρέσει να το φαντάζομαι έτσι, όλοι οι τυπικοί και συμμαζεμένοι γκόλφερς να παραπατάνε, να αγκαλιάζονται, να ρεύονται ο ένας στη μούρη του άλλου και να λένε ανέκδοτα με αγελάδες και μουστάρδα.










(Από Associated Press, με τι ασχολείται ο κόσμος...)



Θα το ερευνήσω εν καιρώ και θα σας πω. Αλλά αυτό είναι το ζουμί του γκολφ. Πέραν αυτού, υπάρχουν 1762.89 διαφορετικά μπαστούνια, 3000 διαφορετικά μπαλάκια, παπούτσια, παντελόνια, γάντια, καπελάκια, γρασίδια, δέντρα, βοηθοί και παραμάστορες, αλλά είναι δευτερεύοντα στοιχεία, τα βασικά τα καλύψαμε.

Γιατί να παίξει κανείς γκολφ; Εξαρτάται. Αν είσαι Αμερικάνος, το παίζεις γιατί θέλεις να νοιώθεις κυριλέ και να ζητάς αύξηση από το αφεντικό σου (αν είσαι Αμερικάνος αφεντικός, το κάνεις γιατί είσαι κυριλέ και γιατί έτσι έρχονται οι υπόλοιποι να σου ζητήσουν αύξηση, και όπως και να το κάνεις, αλλιώς είναι να τους κλείνεις την πόρτα στη μούρη και αλλιώς να τους κοπανάς - μεταφορικά πάντα, ή σχεδόν πάντα - με ένα μπαστούνι του γκολφ στη μούρη, έχει μια χλιδή παραπάνω). Οι Γιαπωνέζοι παίζουν γιατί τους δίνει μια ευκαιρία να δουλεύουν μέσα στη φύση και πάνω στο γρασίδι, οι Ισπανοί γιατί βαριόνται να κάνουν κάτι άλλο (ποιός πάει για μπάνιο τώρα, πάμε για μπαλάκια), οι Πορτογάλοι παρομοίως, οι Σουηδοί γιατί τουε επιτρέπει να πάνε κάπου πιο ζεστά, οι Βρετανοί επειδή αυτοί το ανακάλυψαν, και οι Γερμανοί δεν παίζουν, γιατί δεν περισσεύει χέρι να κρατάς τη μπύρα όταν παίζεις - κρίμα ρε. Οι Έλληνες δεν παίζουν επίσης, καθότι άσε τώρα ρε μαλάκα που θα τρέχουμε, να πάρουμε κάνα σουβλάκι καλύτερα και να δούμε Μαρία η άσχημη, αυτά είναι για τους λεφτάδες, άλλο που μόλις έσκασα 2000 (ευρωπουλαίους) για να βάλω στερεοφωνιάδικο στο κωλοφτιαγμένο κίτρινο 106 ραλλι για να ακούω Παρασκευά Βα Βα στο δρόμο για να σκάσω 500 ευρώπουλα στη Ζήνα, όπως κάνς 2 φορές την εβδομάδα (αααχ, τά'πα και ηρέμησα). Παραδόξως, η Ελλάδα έχει εθνική ομοσπονδία γκολφ, και εθνική ομάδα, με έναν αρκετά ενθουσιώδη ξένο προπονητή. Έχουμε πέντε γήπεδα γκολφ, και ως συνήθως υπάρχει διαμάχη γύρω από το αν το να αναπτύξουμε το γκολφ περισσότερο είναι καλό ή κακό.

Προσωπικά το γκολφ το κορόιδευα μέχρι βλακείας όταν πρωτοήρθα στη Σκωτία, και κοίτα τα μόγγολα που βαράνε το μπαλάκι, και ου 666, εγώ είμαι πολύ πιο γαμάτος από αυτούς τους ξενέρωτους, ας πάω τώρα να κάτσω στο δωμάτιό μου να κοιτάω τον τοίχο μέχρι να έρθει η ώρα να πάω για ξύδια. Αλλά φαινότανε πολύ καλή φάση, και μ'έτρωγε να δοκιμάσω. Και κάποια στιγμή γύρω στο Φλεβάρη, λίγο πριν φύγει η σύντροφος για τα νότια του νησιού, μου έκανε δώρο ένα μπαστούνι και ένα σετ μαθημάτων, και από τότε απορώ γιατί δεν το είχα κάνει αυτό νωρίτερα.
Να διευκρινίσω, δεν είμαι κάνας τρελός αθληταράς, πορωμένος με γυμναστική κλπ. Η ιδέα του να τρέξω για 5 λεπτά είναι αρκετή για να με κάνει να βουλιάξω ακόμα πιο βαθειά στον καναπέ, και κάτι απόπειρες σε σπορ που έχω κάνει ήταν μάλλον τραγικές. Είμαι όμως καλός στο τάβλι, και ήμουνα καλός στο μπιλιάρδο (ίδια βασική αρχή με το γκολφ, αν το καλοσκεφτείς), οπότε μου ταιριάζουν χαλαρές ασχολίες και το ξέρω. Ένα έχω να πω λοιπόν:

Το να παίζω γκολφ είναι πιο χαλαρωτικό κι από μία ώρα στο γιακούζι που δεν έχω.

Φανταστείτε: Είναι μια ωραία μέρα, με λιακαδίτσα και γαλάζια συννεφάκια να ταξιδεύουν ράθυμα στον ουρανό ωθούμενα από μια απαλή αύρα. Τα πουλάκια γύρω σου κελαηδούν, κι εσύ βρίσκεσαι σε ένα καταπράσινο λιβάδι, με φροντισμένο γρασίδι, με ομαλά βουναλάκια, λοφίσκους και σημαιούλες να ανεμίζουν. Φοράς άνετα ρούχα, καπελάκι και γυαλιά ηλίου, και περπατάς αργά αργά κουβεντιάζοντας με τον φίλο σου για ό,τι νά'ναι. Και στο ενδιάμεσο σταματάς, ρίχεις μια ματιά γύρω σου, βρίσκεις το μπαλάκι σου, και συγκεντρώνεσαι, αδειάζεις το κεφάλι σου από κάθε σκέψη, και πολύ χαλαρά, χωρίς να ζορίζεσαι ή να κουράζεσαι, βαράς το μπαλάκι με το μπαστούνι στη γενική κατεύθυνση της τρύπας. Μια ιεροτελεστία χαλάρωσης, μια σπονδή στην ηρεμία, που μπορεί να κρατήσει και τρεις ώρες, μετά το πέρας των οποίων ούτε πίεση έχεις ανεβάσει, ούτε άγχος έχεις, ούτε συναίσθηση της ώρας που πέρασε.


















Ηρεμία. Χαλάρωση. Χαβαλεδάκος. Κουβεντούλα. Αεράκι. Γρασίδι. Πουλάκια. Παντελής έλειψη άγχους.

Στο διάολο κι η Μαρία η άσχημη. Πάω για γκολφ.

Monday, July 9, 2007

Μια σύντομη γκρίνια

Κάπου λοιπόν, σε κάποιο blog (μήπως αλήθεια προτιμάτε να χρησιμοποιώ τη λέξη "ιστολόγιο"; Καθότι "την γλώτταν μου έδωκαν ελληνικήν" και άλλα τέτοια ωραία και λογοτεχνικά, και επειδή το CD στα ελληνικά λέγεται "πτυκτός δίσκος", κλπ κλπ. Απλά ρωτάω, όχι ότι θα το κάνω κιόλας, εκτός κι αν βαρεθώ να γυρίζω από ελληνικά σε αγγλικά στο πληκτρολόγιο) διάβασα τα χαρούμενα νέα ότι πρόκειται να εκδοθεί εφημερίδα γραμμένη αποκλειστικά από bloggers (ιστολογιστές).

Παύση.

Σκέψη.

Διατύπωση.

Ένα από τα προβλήματα που έχω διακρίνει σε εμάς τους Έλληνες είναι ότι είμαστε όλοι ψώνια. Γι'αυτό και οι τουρίστες που έρχονται το καλοκαίρι είναι κεφάτοι, είναι σαν να μπαίνουν στου Βερόπουλου (τι θυμήθηκα τώρα... Καζάν τιπί). Πολύ ψώνια όμως.
Κανείς δεν είναι ποτέ ευχαριστημένος από αυτά που καταφέρνει, πολύ απλά γιατί διακατεχόμεθα από κόμπλεξ. Ένα κάρο από δαύτα. Κομπλεξάρες, πιο πολύ κι από τους Γερμανούς με το σεξ (όσοι ξέρουν, ξέρουν).



Ας ακολουθήσουμε λοιπόν τον συλλογισμό. Είμαι ιστολογιστής. Σκέφτομαι και γράφω. Και κάποιοι διαβάζουν τα γραπτά μου και αλληλεπιδρούν μαζί μου μέσω αυτών. Όλα καλά και ωραία, νο κόμπλεξ πρέζεντ σο φαρ.
Είμαι όμως και ψώνιο/κομπλεξικός. Γιατί να μην έχω περισσότερη αξία σε αυτή την κενωνία την άτιμη; Γιατί να μην είμαι διάσημος;* Γιατί να μην με ξέρει όλη η Ελλάδα; Και, πιο σημαντικά, γιατί να μην είμαι δημοσιογράφος κι εγώ;


















(Από artghost.com)

Προσοχή, ας μην μπερδεύουμε το "άνω θρώσκω" (όλα εγώ θα σας τα λέω;) με την ψωναρία. Το να προσπαθούμε για κάτι καλύτερο είναι ορθό και θεμιτό, το να προσπαθούμε να γίνουμε κάτι που δεν είμαστε για να ικανοποιήσουμε προσωπικές φιλοδοξίες είναι μάλλον υπερφίαλο και άσκοπο.
Πίσω στο λύκειο, για παράδειγμα, οι μισές κοπέλες και ένα 15% των αγορίών ήθελαν να γίνουν δημοσιογράφοι, χωρίς να έχουν συναίσθηση του περί τίνος ακριβώς πρόκειται, τι απαιτείται και αν το έχουν ή αν μπορούν να κοπιάσουν για να το αποκτήσουν. Συνεπώς, οι περισσότεροι κατέληξαν να κάνουν κάτι άλλο, αφήνοντας τη δημοσιογραφία σε αυτούς με την όρεξη, την επιμονή και τη θέληση για το αντικείμενο. Δημοσιογράφος δεν έγινε κανείς απ'όσο ξέρω, και όλοι είναι λίγο-πολύ ευχαριστημένοι.

Και μετά ήρθαν τα ιστολόγια.

Σέ ένα ιστολόγιο, ο καθείς μπορεί να γράψει ό,τι του κατέβει στη γκλάβα, χωρίς καμία συνέπεια (εξόν και σου σβήσει ο Αντώναρος το blog, ρωτήστε να μάθετε), και οι υπόλοιποι συντοπίτες σου στο διαδικτυακο χωρίο μπορούν να το διαβάσουν και να σχολιάσουν - παρεπιπτόντως, και επειδή κάπου διάβασα ότι, για να έχεις επιτυχημένο ελληνικό ιστολόγιο πρέπει να εμπλέξεις τον Νίκο Δήμου, ο προαναφερθείς συγγραφέας έχει πει (και πολύ σωστά) ότι η μεγαλύτερη αξία, η ουσία ένός ιστολιγίου είναι στην αλλιλεπίδραση μέσω των σχολίων, τα οποία μεταμορφώνουν έναν λογοτεχνικό ή δημοσιογραφικό μονόλογο σε μια ζωντανή κοινότητα συνομιλητών (καλά, κάπως αλίως το είπε ο ΝΔ, αλλά με έπιασε η λυρική έξαρση).
Το blogging δεν είναι δημοσιογραφία, και ούτε θα έπρεπε να είναι. Εδώ μιλάμε για κάτι πολύ πιο διαφορετικό, πολύ πιο άμεσο και καθαρά προσωπικό, δεν θα έπρεπε να το ευτελίσουμε υπό μορφήν άλλης μιας φυλλάδας, μόνο και μόνο γιατί αμέτι μουχαμέτι θέλουμε όλοι να γίνουμε δημοσιγράφοι και διάσημοι.

Χαλαρώστε λίγο. Θυμηθείτε γιατί ξεκινήσατε να bloggάρετε. Την ανησυχία για το αν κανείς θα διαβάσει το ιστολόγιό σας. Θυμηθείτε τη συγκίνηση όταν είδατε το πρώτο σας σχόλιο, τον πρώτο καλό λόγο. Αφήστε λίγο τις φαντασιώσεις της - ενίοτε - θλιβερής και - συνήθως -αγχωμένης κλίκας των δημοσιογράφων, και απολαύστε την ξένοιαστη, αμόλυντη εμπειρία του να γράφετε ό,τι θέλετε, όποτε θέλετε, όπως θέλετε στο blog σας.

Για να χαιρόμαστε όλοι μας, το καθαρό blogging, κι αυτό το καλοκαίρι.









(Ο Πέτρος ο πελεκάνος είναι, αμόρφωτοι! Μα καλά, δεν έχετα πάει ποτέ στη αγωνιζόμενη Μύκονο; Μήπως θέλετε μια συναυλιά Mykonos Live Aid για να ξυπνήσετε;)



* Το ότι σου αφήνουν τακτικά σχόλια η "θλιμμένη φεγγαραχτίδα" και ο "thrylosgamias7ole" δεν σε κάνουν διάσημο και το ξέρεις, άλλο αν έχεις σύνδρομο άρνησης ή ελπίζεις να βγάλεις τη φεγγαραχτίδα γκόμενα και ο thrylos είναι ο ξάδερφός σου ο Τάκης, που είναι λοχίας στη Ρόδο και συνεπώς όλο το στράτευμα (κατά δική του δήλωση) σε διαβάζει φανατικα. Το παν στη ζωή είναι να έχεις μια αίσθηση προοπτικής, τόσο όσον αφορά στο άτομό σου και το τι θέση έχεις στον κόσμο, όσο και όσον αφορά τον περίγυρό σου σε σχεση με τον κόσμο και σένα. Και φυσικά μια καλή ιδέα του κόσμου γενικότερα.
Ορίστε λοιπόν, σας έδωσα σε μια παραπομπή τη δική μου πεποίθηση για την προσέγγιση της ευτυχίας. Αν ξέρεις ποιός είσαι, ποιούς έχεις γύρω σου και τι γίνεται στον κόσμο, θα γλιτώσεις από πολλές φρούδες ελπίδες, θα έχεις πάντα επιτεύξιμους στόχους, ανθρώπους γύρω σου που θα γνωρίζεις, και θα μπορείς να ξεχωρίζεις τα όνειρα από τις ελπίδες και να απολαμβάνεις την κάθε σου μέρα. Αμήν.

Wednesday, July 4, 2007

Η ζωή στη Σκωτία, μέρος Α'

Κοιτώντας λοιπόν τα προηγούμενα posts μου, διεπίστωσα ότι τό'χω ρίξει στη γκρίνια και τη μιζέρια, και τι μαλάκες που είμαστε εμείς οι Έλληνες, και δώσ'του τσολιάδες και ινδιάνοι αρχηγοί. Επειδή παρατράβηξε το αστείο, ας πω και κάτι άλλο.

Για τη ζωή στη Σκωτία, φερ'ειπείν.

Χρησιμοποιώντας την ατάκα ενός φίλου από κάτι Χριστούγεννα παλιά, θα πω ότι η ζωή στη Σκωτία "μπορεί και να σας αρέσει"*. Στη Σκωτία που λέτε, τα πράγματα είναι διαφορετικά από το Ελλάντα. Κατ'αρχάς είναι καταπράσινη. Εκνευριστικά καταπράσινη, σαν το Ρομπέν των Δασών μπροστά από πράσινη ταπετσαρία, σαν πράσινη ακρίδα σε μπιζέλια, σαν σέλινο με γαρνιτούρα σπαράγγια... Πολύ πράσινο τέλος πάντων. Και υγρή. Γενικώς βρέχει πολύ, και καμιά φορά κάθε μέρα (σκεφτείτε το, βγάζει νόημα). Όπως έλεγε και το αφεντικό, "ξεκίνησε τώρα να βρέχει, θα σταματήσει Ιούνιο πάλι". Ο συνδυασμός δε των παραπάνω κάνει τη Σκωτία πρακτικά πυρίμαχη, καθότι άντε να βάλεις φωτιά σε ένα τοπίο που μοιάζει περισσότερο με φρεσκοπλυμμένα σπανάκια παρά με δάση και λαγγάδια. Απόλυτη επιτυχία της σκωτσέζικης κυβέρνησης ενάντια στις αυθόρμητες εστίες πυρκαγιών - προχωράμε, μη με ξαναπιάσει πάλι η κρίση. Η σκωτία επίσης έχει τη δική της κυβέρνηση, που κάνει ό,τι θέλει (αρκεί να μη διαφωνεί πολύ η αγγλική κυβέρνηση), που δεν έχει πρωθυπουργό (ένας είναι ο άρχοντας, κι αυτός στο Λονδίνο) και που χρηματοδοτείται κατά ένα μέρος από τον γενικότερο προϋπολογισμό του Ηνωμένου Βασιλείου. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι, ενώ όλοι οι σκωτσέζοι στα λόγια υποστηρίζουν ανεξαρτησία, στην πράξη κάνουν τον κότα. Αναρωτιέμαι αν είναι ίδια περίπτωση με τους φοιτητές του Πολυτεχνείου που, ενώ όλοι έιναι κάργα αριστερο-αναρχικόι-ανεξάρτητοι, στις φοιτητικές ακλογές ψηφίζουν ΔΑΠ.

Πέραν αυτού, η Σκωτία μπορεί να χωριστεί σε τέσσερεις τομείς: α) Εδιμβούργο β) Γλασκώβη γ) Χάιλαντς και δ) βλαχιά. Ακολουθεί σύντομος περιγραφή.

α) Εδιμβούργο. Η και καλά, τςςς, και πολύ, να πούμε, χαϊλίκι περιοχή. Είναι η πρωτεύουσα, έχει τη βουλή (η οποία ομοιάζει με την ελληνική, μιας και δεν υπάρχει πρωθυπουργός), τα θερινά ανάκτορα της Α.Μ., δύο μεγάλες γέφυρες, φαρδιούς δρόμους και παλιά σπίτια. Προφανώς η υπόλοιπη χώρα θεωρεί το Εδιμβούργο ως υποδεέστερο, αποικία των Εγγλέζων και άλλα τέτοια γραφικά, αλλά γενικώς είναι καλή φάση και όλοι θέλουν να πάνε στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και να σπουδάσουν οικονομικά ή ιστορία.

β) Γλασκώβη. Η μεγαλύτερη πόλη της Σκωτίας, χωρίζεται σε δύο υποπεριοχές: 1) Κέντρο και 2) Φαρ Ουέστ (περίχωρα). Στο μεν 1) είναι ωραία, έχει πολλά μερη για έξοδο, γκαλερί, μουσεία (είμαι παιδί της τέχνης, μην το ξεχνάμε αυτό), και γενικότερα είναι μια ωραία ατμόσφαιρα. Μεγάλη αντίθεση με το Φαρ Ουέστ, το οποίο άνετα κατατάσσεται στα μέρη εκείνα του κόσμου όπου μπορεί να συναντήσεις εκέινη τη διαβόητη σφαίρα που φέρει το όνομά σου (κι εσύ George? Τι σύμπτωσις! Οι τεθλιμμένοι συγγενείς παρακαλούνται να μη στείλουν λουλούδια, παρά να κάνουν δωρεά στο ίδρυμα για την προστασία των τυφλών ψαριών που όμως βλέπουν στην πραγματικότητα. Δεν με πιστεύετε;

Η φωτό αυτή λοιπόν που πήρε ο yours trully δείχνει αυτά τα κακόμοιρα τυφλά ψάρια που μάλιστα τα είχαν κάτω από μπλε λάμπα για να προσομοιάσουν τις συνθήκες στο εσωτερικό της σπηλιάς ή στο βάθος του ωκεανού - όπου ζουν τεσπά αυτά τα ψάρια. Το ότι με αντιλήφθηκαν αμέσως, απομακρύνθηκαν από την κάμερα στην αρχή και μετά άρχισαν να ποζάρουν κιόλας αποδεικνύει την μπαρούφα του ενυδρείου, εξόν και δεν πρόσεχα και μπέρδεψα τις γυάλες, που παίζει κιόλας. Να κλέισω και την παρένθεση γιατί μπάζει).

γ) Χάιλαντς. Δυνατοί, περήφανοι άνθρωποι, που δεν υποτάχθηκαν ποτέ και σε κανέναν, που ζουν άγρια και όμορφα φορώντας κιλτ, πίνοντας αγγελικά πλασμένα ουΐσκια, παίζοντας επικές μελωδίες στην γκάιντά τους και γελάνε πάντα μεταξύ τους... Αυτά τα καραγκιοζιλίκια που είδατε στο Braveheart και στον Highlander να τα ξεχάσετε, κι εγώ έτσι την πάτησα και ήρθα εδώ να σπουδάσω, μια ερημιά είναι και το καλοκαίρι σε ταράζουν και οι σκνίπες. Οι μόνοι που πίνουν το ουΐσκι είναι όσοι μεθύστακες τουρίστες καταλήξουν εκεί, ο πρωθυπουργός τους είναι ο Άγγλος πρωθυπουργός (εντάξει, δεν θα το ξαναπώ), οδηγούν όλοι τζιπάκια, κιλτ φοράνε σε γάμους και εξόδους για ξύδια (εξύδους, λοιπόν), και η γκάιντες σου σπάνε τα νεύρα. Όντως γελάνε μεταξύ τους, αλλά μια που ακόμα και οι υπόλοιποι Βρεττανοί πιάνουν μια λέξη στις 17 λόγω προφοράς, μάλλον μαζί σου γελάνε. Ωραία τοπία όμως, απαίχτου δηλαδή. Αλλά εγώ κάμπινγκ σε σκηνή στα Χάιλαντς δεν κάνω, που να μου το ζητήσει ο Σων Κόννερυ.

δ) Βλαχιά. Πρακτικά, το 70% της Σκωτίας, όπως ορίζεται εάν αφαιρέσουμε από τη συνολική έκταση της χώρας τα μέρη α, β και γ. Και εδώ υπάρχει κατηγοριοποίηση, αλλά κατά δύο έννοιες. Στον οριζόντιο άξονα έχουμε 1) Πόλεις και 2) Χωριά, ενώ στον κάθετο έχουμε i) OK μέρη και ii) Βόηθα Παναγιά (κάτι σαν το Φαρ Ουέστ, αλλά δεν θα βρει ποτέ κανείς το πτώμα, παρά μόνο κάτι φανατίλες αρχαιολόγοι που σκάβουνε όλη μέρα στις λάσπες μπας και βρούνε καμιά μούμια σε 20000 χρόνια από τώρα). Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το Dundee (1ii), το Auchtermuchty (2ii, περι ετυμολογίας ούτε εγώ ξέρω, μη σας γελάσω κιόλας βραδιάτικο), το St Andrews (2i) και το Inverness (1i). Γενικώς τα χωριά αξίζουν να τα δει κανείς, αλλά όχι και να τα βάλει στη λίστα με τα 100 πράγματα που πρέπει να δει πριν πεθάνει - είμαι λίγο πένθιμος απόψε, βλέπω - ενώ οι πόλεις είναι από αδιάφορες έως χάλια, αλλά έχουν μαγαζιά, οπότε αργά ή γρήγορα μια περατζάδα θα την κάνετε. Συνεπώς, εκείνο το καντήλι που σας φόρτωσε η γιαγιά πριν φύγετε και που δεν είχατε πού να το βάλετε γιατί κουβαλούσατε 178 κιλά πράγματα μαζί σας για ένα χρόνο masterάκι αλλά έλα που έδωσε λεφτά και η γιαγιά και βρε παιδί μου μη τη στεναχωρείς, γριά γυναίκα είναι, ανάβετέ το πού και πού, δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται.

Επιφυλάσσομαι για συνέχεια, προς το παρόν νυστάζω και έχω και ομιλία να παρακολουθήσω στις 9 το πρωί (α ρε Θείε τι μας βάζεις και κάνουμε για ένα διδακτορικό, αλλά δεν ήθελα Δημόκριτο, οπότε σκάω τώρα). Αυτά...



*Απαραίτητο background: κάτι Χριστούγεννα λοιπόν που ήμουνα μόνος κι έρημος, ήτοι δίχως έταιρον ήμισυ, και έβλεπα γυναίκα και κάτι μ'έπιανε - συγκίνηση - , ο τότε κολλητός ήταν σε μια μακροχρόνια σχέση. Ξέρετε τώρα, μιλάμε για εποχές Λυκείου, συνεπώς η μόνιμη σχέση σήμαινε σεξ συχνότερα από μια φορά στα 18 χρόνια, και συνεπώς ήταν επιθυμητή, όχι σαν μετά που μεγαλώσαμε και όπου ακούγαμε "αγάπη μου, θέλω να μιλήσουμε για εμάς" αρχίζαμε την τρεχάλα. Που ήμουνα; Ά, ναι. Ο κολλητός λοιπόν με τη μαχροχρόνια σχέση χτυπάει τηλέφωνο και ρωτάει αν θέλω να βγω έξω με αυτόν και το αίσθημα. Όταν εγώ ξεκινήσω τα περί του κρατήματος του φαναριού, αυτός κλείνει το μάτι (ναι, το κατάλαβα από το τηλέφωνο) και λέει ότι πρέπει να πάω και δεν θα χάσω, γιατί μια φίλη του αισθήματος που είναι κι αυτή μονάχη θα έρθει κλπ κλπ. Ως βαθύς και συναισθηματικός τύπος αμέσως ρώτησα αν είναι καλή (νομίζω επακριβώς ρώτησα αν "βλέπεται"), για να πάρω την απάντηση "θα δεις, μπορεί και να σ'αρέσει". Όπως ψυλλιαστήκατε ήδη, επρόκειτο περί μπάζου. Από τότε λοιπόν δύο πράγματα συνέβησαν: Πρώτον, κατάλαβα ότι ο κολλητός λέει και καμιά μαλακία πού και πού, ειδικά αν πρόκειται να ξεφορτωθεί κολλιτσίδα γλωσσοκοπάνα φίλη της γκόμενάς του και να έχει το πεδίο ελεύθερο. Και δεύτερον, όταν κάποιος μου λέει για οποιαδήποτε κατάσταση "μπορεί και να σ'αρέσει", χλωμιάζω και έχω δυσκολία να αναπνεύσω.

Monday, July 2, 2007

Ο Γκρινιάρης και τα ζώα

Πόσο μου τη δίνει να έχω δίκιο ώρες-ώρες...

Κοιτώντας τις αντιδράσεις για τα τις πάρνηθας στα διάφορα ελληνικά blogs, απλά επιβεβαιώνεται η πίστη μου στην ψυχοσύνθεση του Έλληνα ως "ντιπ για ντιπ", που λένε και οι Αρβανίτες.

Έχουμε και λέμε:

Το 90% των post/σχολίων περιστρέφεται γύρω από το γνωστό άξονα "τς τς τς, τι κρίμα, πάνε τα ελαφάκια, εγώ δεν είχα πάει ποτέ στην Πάρνηθα βέβαια, ντροπή στους πολιτικούς". Εν ολίγοις, εκ του ασφαλούς κριτική και στενοχώρια, αμφότερες εγγυημένα με διάρκεια ζωής έως ότου να πάμε στο Όστρια για σοκολατόπιτα, γλυκέ μου.














(smh.com.au)

Ένα μικρότερο ποσοστό συμπληρώνει "να πάμε όλοι αύριο να φυτέψουμε δέντρα". Η γνωστή πανάκεια, αφού γίνει η μαλακία, πάμε να κάνουμε κάτι, ό,τι νά'ναι, για να εφησυχάσουμε εαυτούς και να νιώσουμε ότι βάλαμε το λιθαράκι μας. Κι ας μην ξέρουμε τι να κάνουμε, ή αν αυτό που θα κάνουμε βοηθάει, η λογική είναι "Μέθοδος '21 και '40": Ααααέεεεεεεερααααα!













(mlahanas.de)

Και τέλος πάντων, απ'το να βγαίνεις και να λες ότι "ε, ζέστη είχε, φωτιές θα ανάβανε, αυτά έχει η ζωή", αλλά εμείς κάτι κάναμε, καλύτερα. Όχι ουσίας όμως, μιας και αυτή η αντιμετώπιση της χορτασμένης υποστήριξης, της ασφαλούς ντροπής και της "όποιον πάρει ο Χάρος" λογικής δημιουργήσανε την παρούσα κατάσταση και εγγυώνται και τη διαιώνισή της.

Ά! Και φυσικά υπάρχει και η κατηγορία "θλιμμένη φεγγαραχτίδα/μοναχικό νηπενθές" (θυμίστε μου να κάνω ένα post κάποια στιγμή πάνω στο φαινόμενο αυτό, πολύ το θέλω), που αναλώνεται σε λυρικές εξάρσεις όπως "οι φωνές και τα σιγοψυθιρίσματα των δέντρων σίγησαν, καθώς το βλοσυρό και αδέξιο χέρι της φωτιάς τραγάνισε το μαλακό των φύλλων τους, αναμόχλευσε το χώμα στις ρίζες τους και κατούρησε στο καζίνο" (ή κάπως έτσι τέλος πάντων - και όποιος ξαναχρησιμοποιήσει τη λέξη "φωνοκόπι", να του ξεραθεί ο φύκος). Γενικώς πολύ χρήσιμη συνεισφορά ρε παιδί μου, σαν να καίγεται το παιδί σου σε φλεγόμενο αυτοκίνητο κι εσύ να σκέφτεσαι τι κάνει ομοιοκαταληξία με το έγκαυμα (τι, άραγε;).















(wildheartranch.com)



Το μεγάλο καλαμπούρι όμως πέφτει από ορισμένα σχόλια/απόψεις στη blogoσφαιρα.

Κάποιος λοιπόν βγήκε και είπε "Για όλα φταίνε οι δεξιοί". Σα να λέμε δεν μαλακίζομαι εγώ, το δεξί μου χέρι τα κάνει όλα (και συμφέρει). Αυτή είναι η γνωστή αντίδραση "δεν έχει σημασία τι θα κάνουμε, αλλά το να υποδείξουμε το ότι φταίει κάποιος άλλος".

Άλλος ότι φταίτε εσείς που ψηφίζετε, όχι εγώ όμως, γιατί δεν ψηφίζω, άρα νίπτω τας χείρας μου (και κουνάω το κεφάλι μου με εσάς τους κακομοίρηδες". Βλέπε το "μακρυά απ'τον κώλο μας..." στο προηγούμενο post. Στο ίδιο forum, χειροκρότημα στον loukilouk. Και σε κάποιους ακόμα.














(Από webundies.com)

Οι ακριβοδίκαιοι φυσικά υπάρχουν παντού. "Εγώ είμαι καλύτερος από εσάς, δεν έχω κάνει ποτέ τίποτα μεμπτό, στέκομαι ψηλά πάνω στο βάθρο της αγνότητας και της δικαισύνης, κρίνων ζώντας και νεκρούς με τη δύναμη που μου δίνει η καθαρότητα της ζωής και της σκέψης μου. Θλίβομαι δι υμάς τους πτωχούς τα έργα τε και τη ηθική, οτί κληρονομίσετε τας των υμών επιλογών συνέπειας" (είδες η κλασική παιδεία; Ζήτω η ημιμάθεια - η θεία μου η φιλόλογος θα πάθει σοκ τυχόν το διαβάσει αυτό. Δεν πειράζει όμως, οι δεξιοί φταίνε).


















(old-picture.com)

Η λέξη της ημέρας λοιπόν:

Απενοχοποίηση.

Με όποιο τρόπο μπορούμε, γρήγορα να ανθυποβάλουμε εαυτούς ότι είμαστε αμέτοχοι, άμοιροι ευθυνών και αθώα θύματα του συστήματος, της μπαμπέσας κενωνίας (άμα λάχει, ,να'ούμ) και των συμπολιτών μας. μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, αναπνέουμε ελεύθερα, ρίχνουμε και κάνα λίθο σε όσους δεν προλάβανε να κάνουνε το ίδιο, και βουρ για κλαμπίδια να τα σπάσουμε με τη Γωγό και εκείνο το σούπερ παιδί το Μιχάλη (που είναι και πυροσβέστης νταβραντισμένος).

Μου τη δίνει η απενοχοποίηση...













(Από bluebuddies.com)